ἦγεν

ἦγεν
ἄγω
lead
imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic)
ἔσσομαι
sum.
aor ind mp 3rd pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επισιμώ — ἐπισιμῶ, όω (Α) 1. κυρτώνω, καμπυλώνω 2. στρέφω την πορεία μου προς τα πλάγια («ὁ δ’ ‘Αγησίλαος ἰδών ταῡτα πρὸς ἐκείνους μὲν οὐκ ἦγεν ἐπισιμώσας δὲ πρὸς τὴν πόλιν ᾔει», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σιμώ (< σιμός) «ζαρώνω τη μύτη μου κάμπτω»] …   Dictionary of Greek

  • ηλικίωσις — ἡλικίωσις, ἡ (Μ) [ηλικιώνομαι] η ηλικία του ενήλικου («τῆς γὰρ ἡλικιώσεως ἕβδομον ἦγεν ἔτος», Κ. Μανασσ.) …   Dictionary of Greek

  • μεταπεσσεύω — (ΑΜ, Α αττ. τ. μεταπεττεύω) 1. κινώ ή μεταθέτω, όπως στο παιχνίδι τών πεσσών, μετακινώ 2. μεταβάλλω («ἦγεν ὡς ᾑρεῑτο πάντα καὶ μετεπέττευεν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * πεσσεύω «αλλάζω τη θέση τών πεσσών»] …   Dictionary of Greek

  • μυσταγωγός — ὁ (Α μυσταγωγός, όν) αυτός που εισάγει, που μυεί κάποιον στα μυστήρια, ο κατηχητής («ἱερεῑς δὲ καὶ μύστας καὶ μυσταγωγοὺς ἀναλαβὼν καὶ τοῑς ὅπλοις περικαλύψας ἧγεν ἐν κόσμῳ», Πλούτ.) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μυσταγωγός άτομο που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”